Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυραυλοκίνητος
1 εγγραφή
πυραυλοκίνητος -η -ο [piravlokínitos] Ε5 : που κινείται με πυραύλους:

[λόγ. πύραυλ(ος) -ο- + -κίνητος μτφρδ. αγγλ. rocket-propelled]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες