Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυκνόμετρο το [piknómetro] Ο42 : όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της πυκνότητας των υγρών· αραιόμετρο.
[λόγ. πυκν(ός) -ο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. densimètre (-mètre = -μετρον)]