Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυκνωτικός
1 εγγραφή
πυκνωτικός -ή -ό [piknotikós] Ε1 : I. που λειτουργεί με πυκνωτή: Πυκνωτικό μικρόφωνο. II. που έχει σχέση με την πύκνωση.

[λόγ. < ελνστ. πυκνωτικός `που κλείνει τους πόρους΄ σημδ. αγγλ. condenser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες