Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυθαγόρειος
1 εγγραφή
πυθαγόρειος -α -ο [piθaγórios] Ε6 : που έχει σχέση με τον Πυθαγόρα: Πυθαγόρεια φιλοσοφία. || (μαθημ.) Πυθαγόρειο θεώρημα, το θεώρημα σύμφωνα με το οποίο το τετραγώνο της υποτείνουσας κάθε ορθογώνιου τριγώνου ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο κάθετων πλευρών του. Πυθαγόρειο τρίγωνο, το ορθογώνιο τρίγωνο που οι πλευρές του είναι ακέραιοι αριθμοί. Πυθαγόρειοι αριθμοί. ~ πίνακας, ειδικός πίνακας για την εύρεση των γινομένων που ανά δύο σχηματίζουν οι δέκα πρώτοι ακέραιοι αριθμοί. || (ως ουσ.) ο πυθαγόρειος, μαθητής ή οπαδός της διδασκαλίας του Πυθαγόρα.

[λόγ. < αρχ. Πυθαγόρειος & σημδ. αγγλ. Ρythagorean < Ρythagor(as) < αρχ. Πυθαγόρ(ας) -ean = -ειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες