Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυγολαμπίδα
1 εγγραφή
πυγολαμπίδα η [piγolambíδa] Ο26 : έντομο που φωσφορίζει κατά τη νύχτα: H ~ ανήκει στα κολεόπτερα.

[λόγ. < αρχ. πυγολαμπίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες