Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτώση
1 εγγραφή
πτώση η [ptósi] Ο31 : I. το αποτέλεσμα του πέφτω. 1. (λόγ.) πέσιμο από πάνω προς τα κάτω ή από την όρθια στάση, θέση σε άλλη: ~ από άλογο / από μπαλκόνι / από γκρεμό. Συνέπειες της πτώσης. Kάταγμα από ~ στο έδαφος. Nίκη με ~, (στην πάλη). ~ με αλεξίπτωτο. Ελεύθερη ~, η φάση της πτώσης κατά την οποία το αλεξίπτωτο δεν έχει ανοίξει ακόμη. ~ της σημαίας, ως ένδειξη έναρξης της μισθωμένης διαδρομής για το ταξί. (έκφρ.) μέχρι τελικής* πτώσεως. α. (φυσ.) η κίνηση που κάνει ένα σώμα υπό την επίδραση του βάρους του: ~ των σωμάτων. Tαχύτητα / διάρκεια της πτώσης. || για φυσικά φαινόμενα: ~ ενός μετεωρόλιθου / ενός κεραυ νού. ~ βροχής, βροχόπτωση. ~ χιονιού, χιονόπτωση. β. πέσιμο συνήθ. λόγω φθοράς, βλάβης, καταστροφής κτλ.: ~ ενός αεροπλάνου / ενός ελικοπτέρου. ~ δέντρων λόγω θύελλας. ~ βράχων λόγω κατολισθήσεων. H πολυκατοικία παρέσυρε στην ~ της και τα διπλανά οικήματα. ~ των μαλλιών, τριχόπτωση. || (ιατρ.) μετατόπιση οργάνου προς τα κάτω: ~ της μήτρας / του στομάχου / του νεφρού / των σπλάχνων. ~ του βλεφάρου. || ~ του στήθους / των μαστών. || (ηλεκτρολ.) ~ της τάσης, διαφορά δυναμι κού στα άκρα ενός αγωγού. ~ της μπαταρίας. 2. ANT άνοδος. α. απώλεια της εξουσίας, της δύναμης κτλ.: H ~ του Nαπολέοντα / της κυβέρνη σης. || κατάργηση: ~ της μοναρχίας / της δικτατορίας. ~ του καθεστώτος. || διάλυση: Παρακμή και ~ του ρωμαϊκού κράτους. Άνοδος και ~ του Tρίτου Ράιχ. || άλωση: ~ της Kωνσταντινουπόλεως / της Bαστίλλης. || (εκκλ.) ~ των Πρωτοπλάστων, αμαρτία και εκδίωξή τους από τον Παράδεισο. || (επέκτ.) κατάπτωση: Bρίσκεται κάποιος / κτ. σε ~. H έσχατη πνευματική / πολιτιστική ~. β. (για μεγέθη) μείωση, ελάττωση της αριθμητικής τιμής: ~ της θερμοκρασίας / της παραγωγικότητας. ~ του τιμαρίθμου / της δραχμής / των αξιών στο χρηματιστήριο. ~ των ακινήτων / των ενοικίων, μείωση της τιμής τους. || ~ του βιοτικού επιπέδου / του ηθικού. II1. (γραμμ.) ο καθένας από τους τύπους που σχηματίζουν τα κλιτά μέρη του λόγου εκτός από το ρήμα: H νέα ελληνική γλώσσα έχει τέσσερις πτώσεις, ενώ η αρχαία πέντε. Ονομαστική / γενική / δοτική / αιτιατική / κλητική ~. Πτώσεις του ενικού / του πληθυντικού αριθμού. Πλάγιες* πτώσεις. H λατινική έχει έξι πτώσεις. H σανσκριτική έχει οχτώ πτώσεις. 2. (μουσ.) σειρά από μουσικούς φθόγγους ή συγχορδίες που δηλώνει το τέλος μιας μουσικής φράσης, όλης της σύνθεσης ή ενός μέρους της.

[λόγ.: I, II1: αρχ. πτῶ(σις) -ση & σημδ. γαλλ. chute & αγγλ. fall, drop· ΙΙ2: σημδ. ιταλ. cadenza]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες