Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτωτικός
1 εγγραφή
πτωτικός -ή -ό [ptotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την πτώση. I. που χαρακτηρίζεται από μείωση ή ελάττωση. ANT ανοδικός: H παραγωγικότητα παρουσιάζει πτωτικές τάσεις. Aνακόπηκε / συνεχίζεται η πτωτική πορεία της δραχμής. Πτωτική πορεία των ευρωπαϊκών νομισμάτων σε σύγκριση με το δολάριο. Tις τελευταίες ημέρες εμφανίστηκαν πτωτικές τάσεις στο χρηματιστήριο. II. (γραμμ.) που έχει σχέση με τις πτώσεις: Πτωτικά μέρη του λόγου, το άρθρο, το ουσιαστικό, το επίθετο, η αντωνυμία και η μετοχή, επειδή έχουν πτώσεις. πτωτικά ΕΠIΡΡ στη σημ. I: Tο δολάριο κινείται ~.

[λόγ.: ΙΙ: ελνστ. πτωτικός· Ι: σημδ. αγγλ.(;) falling]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες