Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πτέρυγα
1 εγγραφή
πτέρυγα η [ptériγa] Ο28 : 1. (λόγ.) η φτερούγα. 2. το καθένα από τα δύο τμήματα ενός συνόλου, τα οποία βρίσκονται δεξιά και αριστερά από το κεντρικό του τμήμα: Δεξιά / αριστερή ~. Tο κέντρο και οι δύο πτέρυγες της πολεμικής παράταξης. H προοδευτική και η συντηρητική ~ ενός κόμματος. (ανατ.) Οι δύο πτέρυγες της παρεγκεφαλίδας. || (επέκτ.) για όλα τα τμήματα ενός συνόλου ανεξάρτητα από τη θέση τους: ~ ενός κτιρίου, χωριστό τμήμα του, συνήθ. απομακρυσμένο από το κεντρικό. H νέα ~ του νοσοκομείου. Οι πτέρυγες της βουλής, τα κόμματα που αντιπροσωπεύονται σ΄ αυτήν. H κυβερνητική ~. Όλες οι πτέρυγες της αντιπολίτευσης. Οι πτέρυγες μιας συμμαχίας, οι περιοχές που αυτή καλύπτει. H Ελλάδα και η Tουρκία αποτελούν τη νοτιοανατολική ~ του NATΟ. || (στρατ.) ~ μάχης, μονάδα της πολεμικής αεροπορίας.

[λόγ. < αρχ. πτέρυξ, αιτ. -υγα `φτερούγα΄ σημδ. γαλλ. aile]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες