Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρώιμος
1 εγγραφή
πρώιμος -η -ο [próimos] Ε5 : 1. για καρπό που ωριμάζει νωρίτερα από τη συνηθισμένη εποχή. ANT όψιμος: Tα κεράσια είναι πρώιμα φέτος. Πρώιμη ποικιλία ντομάτας / πρώιμη ντομάτα. || για φυτό που παράγει πρώιμους καρπούς: Πρώιμο αμπέλι. α2. για ζώο που γεννιέται νωρίτερα από τη συνηθισμένη εποχή: Πρώιμο αρνί. β. πρόωρος1: Πρώιμη εφηβεία. 2α. που γίνεται, που παρουσιάζεται όταν κτ. βρίσκεται σε αρχικό στάδιο: Πρώιμη διάγνωση του καρκίνου. ANT καθυστερημένη. Πρώιμη αντίδρα ση. ANT όψιμη. β. που αποτελεί την πρώτη φάση μιας χρονικής περιόδου. ANT όψιμος: H πρώιμη χαλκοκρατία. πρώιμα ΕΠIΡΡ: Tα σύκα ωρίμασαν ~. Στα θερμοκήπια τα λαχανικά αναπτύσσονται ~.

[1α: αρχ. πρώιμος· 1β, 2: λόγ. σημδ. γερμ. frühzeitig & γαλλ. prématuré]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες