Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρύτανης
1 εγγραφή
πρύτανης ο [prítanis] Ο γεν. πρύτανη, πληθ. πρυτάνεις, γεν. πρυτάνεων, αιτ. πρυτάνεις θηλ. πρύτανης [prítanis] : 1α. καθηγητής ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, που εκλέγεται για ορισμένη θητεία (ένα, δύο ή τρία χρόνια), ως προϊστάμενος της διοίκησης του ιδρύματος: ~ Πανεπιστημίου / Πολυτεχνείου. β. (μτφ.) ως έκφραση σεβασμού και τιμής, για ηλικιωμένο αλλά και εξέχον πρόσωπο που θεωρείται κορυφή στον τομέα του: Ο τάδε είναι ο ~ των Ελλήνων νομικών. 2. (ιστ.) στην αρχαία Ελλά δα, ανώτατος άρχοντας. || (ειδικότ.) στην αρχαία Aθήνα, καθένας από τους πενήντα βουλευτές της ίδιας φυλής, που διοικούσαν τη βουλή κατά το ένα δέκατο κάθε χρόνου.

[λόγ.: 2: αρχ. πρύταν(ις) μεταπλ. -ης για προσαρμ. στη δημοτ.· 1: σημδ. γερμ. Rektor ή γαλλ. recteur (< λατ. rector `που κυβερνάει΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες