Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόχους
1 εγγραφή
πρόχους η [próxus] Ο (βλ. Ο16) : (αρχαιολ.) αγγείο που το χρησιμοποιούσαν: α. ως υδρία για το πλύσιμο των χεριών. β. ως οινοχόη.

[λόγ. < αρχ. πρόχους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες