Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόταξη η [prótaksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προτάσσω. 1. (λόγ.) τοποθέτηση στην αρχή ή μπροστά από κτ. άλλο: H ~ εισαγωγής σε ένα βιβλίο. H ~ άρθρου σε ένα όνομα. || (γραμμ.) φαινόμενο κατά το οποίο προστίθεται στην αρχή μιας λέξης ένα φωνήεν, συνήθ. το α. 2. η προτεραιότητα που δίνεται σε κτ. έναντι κάποιου άλλου που θεωρείται δευτερεύον: H ~ του εθνικού συμφέροντος.
[λόγ. < ελνστ. πρόταξις (στη σημ. 1) (-σις > -ση)]