Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσφορο
2 εγγραφές [1 - 2]
πρόσφορο το [prósforo] Ο41 : ειδικό ψωμί με στρογγυλό σχήμα, επάνω στο οποίο αποτυπώνονται, με ξύλινη στρογγυλή σφραγίδα, χριστιανικά σύμβολα και το οποίο προσφέρουν οι πιστοί για να χρησιμοποιηθεί ως άρτος κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας· λειτουργιά.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. πρόσφορος `ταιριαστός΄]

πρόσφορος -η -ο [prósforos] Ε5 : (για πργ. ή για αφηρ. ουσ.) που είναι κατάλληλος για κτ., που προσφέρεται3 για κτ.: Tο έδαφος / το κλίμα δεν είναι πρόσφορο για την καλλιέργεια εσπεριδοειδών. Οι οικονομικές συνθήκες στη χώρα μας είναι πρόσφορες για ξένες επενδύσεις. Tο έδαφος στον ΟHΕ δεν είναι ακόμη πρόσφορο, για να υποβάλουμε την αίτησή μας, οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες. Στα εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα η εγκληματικότητα βρίσκει πρόσφορο έδαφος (για να αναπτυ χθεί).

[λόγ. < αρχ. πρόσφορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες