Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόστεγο το [prósteγo] Ο41 : α. προστέγασμα. β. υπόστεγος χώρος στην πλώρη του πλοίου.
[λόγ. προ- στέγ(η) -ον (πρβ. ελνστ. προστέγιον ίδ. σημ., διαφ. το μσν. πρόστεγον `νοίκι΄)]