Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσοψη
1 εγγραφή
πρόσοψη η [prósopsi] Ο33 : 1α. όψη μιας οικοδομής, που βλέπει στο δρό μο και όπου βρίσκεται κατά κανόνα η κύρια είσοδος, και με επέκταση, η πλευρά ενός οικοπέδου που εφάπτεται σε δρόμο: H πολυκατοικία έχει ~ σε πλατεία. Tο οικόπεδο έχει ~ σε κεντρική λεωφόρο. || όλες οι εξωτερικές πλευρές ενός κτιρίου. β. (οικ., ειρ.) το πρόσωπο, η φάτσα του ανθρώπου: Tου έπεσαν όλα τα δόντια και του χάλασε η ~. 2. εξωτερική όψη, ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά, ό,τι δίνει συνήθ. μια ωραιοποιημέ νη εικόνα της πραγματικότητας και κρύβει κτ. που δεν επιθυμούμε να φα νεί: H πρωτεύουσα είναι συνήθως η ~ ενός κράτους. H παραλιακή οδός είναι η ~ της πόλης μας.

[λόγ. < αρχ. πρόσοψις `εμφάνιση, θέα΄ (-σις > -ση) (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες