Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσκοπος
1 εγγραφή
πρόσκοπος ο [próskopos] Ο19 θηλ. (προφ.) προσκοπίνα [proskopína] Ο26 στη σημ. 1 : 1. νέος που είναι μέλος του προσκοπισμού: Tα λυκόπουλα είναι το παιδικό και οι οδηγοί το γυναικείο τμήμα των προσκόπων. Εφορεία / σύστημα προσκόπων. Σώμα Ελλήνων Προσκόπων (ΣΕΠ). Συνάντηση παλιών προσκόπων. (έκφρ.) σαν ~, για κπ. που ακολουθεί με απόλυτη πειθαρχία ένα πρόγραμμα στην καθημερινή ζωή του. 2. (παρωχ.) ανιχνευτής. προσκοπάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. (έκφρ.) σαν ~, για παιδί που είναι απόλυτα πειθαρχημένο.

[λόγ. < αρχ. πρόσκοπος `στρατιώτης της προφυλακής΄ σημδ. αγγλ. scout, boy scout· πρόσκοπ(ος) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες