Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσβαρος
1 εγγραφή
πρόσβαρος -η -ο [prózvaros] Ε5 : που έχει περισσότερο βάρος από το κανονικό. ANT λιπόβαρος: Zύγισαν το φορτίο και το βρήκαν πρόσβαρο. πρόσβαρα ΕΠIΡΡ.

[προσ- βάρ(ος) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες