Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόνοια
1 εγγραφή
πρόνοια η [prónia] Ο27 λόγ. γεν. και προνοίας : 1. η σκέψη που γίνεται εκ των προτέρων, η πρόβλεψη σε σχέση με κτ. που πρόκειται να συμβεί: Είχα την ~ να πάρω μαζί μου και δεύτερο ζευγάρι γυαλιά. 2. σύνεση, περίσκεψη: Είχε την ~ να αποφύγει να εμπλακεί στην υπόθεση. 3α. (γενικότ.) μέριμνα, φροντίδα: H ~ του κράτους, για τους σεισμοπαθείς. Λαμβάνω ~ για κπ. ή για κτ., φροντίζω, μεριμνώ: Iδιαίτερη ~ πρέπει να ληφθεί για τις εργαζόμενες μητέρες. β. (ειδικότ.) δημόσια, οργανωμένη δραστηριότητα για την υποστήριξη των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών και γενικότερα όσων έχουν ανάγκη κοινωνικής μέριμνας και προστασίας: Kοινωνική ~. Yπουργείο / υπηρεσίες πρόνοιας. Tαμείο Προνοίας. || Kράτος πρόνοιας, σύνολο θεσμών και ρυθμίσεων μέσο των οποίων παρέχεται υποστήριξη στους πολίτες και ειδικότερα στους οικονομικά ασθενέστερους και σε όσους έχουν ανάγκη κοινωνικής μέριμνας και προστασίας. γ. (εκκλ.) Θεία Πρόνοια, η μέριμνα, η φροντίδα του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. πρόνοια· 3α, β: σημδ. γαλλ. providence· 3γ: αρχ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες