Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόκειται
1 εγγραφή
πρόκειται [próite] Ρ (απρόσ.) πρτ. επρόκειτο : 1. ~ να…, για μελλοντικό γεγονός, μελλοντική ενέργεια που κατά πάσα πιθανότητα θα συμβεί, θα γίνει: ~ να ταξιδέψω / να επιστρέψω. Δεν ~ να το επιτρέψω / να δεχτώ. Xτες επρόκειτο να αρχίσει η δίκη. Mεθαύριο ~ να συνεδριάσει η βουλή. 2. ~ για…, τίθεται ζήτημα, γίνεται λόγος, αφορά: ~ για το μέλλον μας. Δεν ~ για σοβαρή υπόθεση. Επρόκειτο για ασήμαντο περιστατικό. Aν ~ για λάθος, θα φροντίσω να το διορθώσω. (έκφρ.) περί τίνος ~;, για ποιο πράγμα μιλάτε, σε τι αναφέρεστε;

[λόγ. < γ' εν. του αρχ. πρόκειμαι `είμαι βαλμένος μπροστά, προτείνομαι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες