Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόθυρα
1 εγγραφή
πρόθυρα τα [próθira] Ο40 : στην έκφραση στα πρόθυρα, σε μικρή (χρονική) απόσταση από μια συνήθ. αρνητική εξέλιξη, έκβαση: Bρίσκεται / έφτασε στα ~ της καταστροφής / της χρεοκοπίας / της τρέλας / της αυτοκτονίας.

[λόγ. < αρχ. πρόθυρον `χώρος μπροστά στην πόρτα΄, πληθ. πρόθυρα `είσοδος (μτφ.)΄ σημδ. γαλλ. seuil]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες