Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόδρομος
2 εγγραφές [1 - 2]
πρόδρομος ο [próδromos] Ο19 : 1. (για πρόσ.) αυτός που το έργο ή η δρά ση του προπαρασκευάζει: α. τη δράση άλλου προσώπου (συνήθ. σημαντικότερου) ή ομάδας: Ο Σωκράτης θεωρείται από πολλούς ως ~ του Xριστού. Ο Γκρέκο αναφέρεται ως ~ των ιμπρεσιονιστών. β. τη δημιουρ γία νέων γεγονότων, καταστάσεων, εξελίξεων: Ο Ρήγας Φεραίος ήταν ο ~ της Επανάστασης του 1821. Οι φυσικοί φιλόσοφοι υπήρξαν οι πρόδρομοι πολλών επιστημών. 2. (για πργ.) αυτό που η ύπαρξη ή η δημιουρ γία του προετοιμάζει, οδηγεί στην εμφάνιση, στη δημιουργία ενός νέου πράγματος: H πτητική μηχανή του Λεονάρντο Nτα Bίντσι υπήρξε ο ~ του αεροπλάνου. Ο διθύραμβος ήταν ο ~ της τραγωδίας. 3. (γλωσσ.) η λέξη από την οποία προέρχεται μια άλλη λέξη: ~ της νεοελληνικής λέξης “πίνακας” είναι η αρχαία ελληνική λέξη “πίναξ”.

[λόγ.: 1: αρχ. πρόδρομος· 2: σημδ. γαλλ. prodrome < λατ. prodromus `που τρέχει μπροστά΄ < αρχ. πρόδρομος· με βάση τη σημ. 1]

πρόδρομος -η -ο [próδromos] Ε5 : (ιατρ.) πρόδρομα φαινόμενα (νόσου), συμπτώματα που προηγούνται από την εκδήλωση μιας νόσου και προαγγέλλουν την εμφάνισή της.

[λόγ. < γαλλ. prodrome (δες ουσ. πρόδρομος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες