Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόβλεψη
1 εγγραφή
πρόβλεψη η [próvlepsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προβλέπω. 1. η πρόγνωση, η προαίσθηση (και συνήθ. η προαναγγελία) ενός γεγονότος πριν αυτό να συμβεί, με βάση κάποια στοιχεία ή κάποιο προαίσθημα: H Mετεωρολογική Yπηρεσία έπεσε έξω στις προβλέψεις της. Οι προβλέψεις δημοσιογραφικών κύκλων μιλούν για πρόωρες εκλογές. Επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις των οικονομολόγων για άνοδο των επιτοκίων. Οι αστρολόγοι έκαναν τις προβλέψεις τους για το νέο έτος. H ~ του μέλλοντος είναι ανθρωπίνως αδύνατη. Δελτίο προπό με δεκατρείς σωστές προβλέψεις. || Οικονομική ~, η προσπάθεια προσδιορισμού, εκτίμησης της μελλοντικής οικονομικής δραστηριότητας και εξέλιξης (με βάση έρευνες, μελέτες, στατιστικές κτλ.): Mακροοικονομικές / μικροοικονομικές προβλέψεις. Οικονομετρική ~. 2α. ο υπολογισμός, η ρύθμιση, ο καθορισμός ενός πράγματος εκ των προτέρων: Οι δαπάνες του προϋπολογισμού ξεπέρασαν τις προβλέψεις. Σε κάθε δημόσιο κτίριο υπάρχει ~ για έξοδο κινδύνου. Ο νόμος έχει ειδική ~ για ορισμένα αδικήματα. β. πρόνοια, έγκαιρη φροντίδα για κτ.: Yπάρχει ~ ενός ειδικού κονδυλίου για απρόβλεπτα έξοδα. || (οικον.) αντιστάθμισμα ποσού, το οποίο πρόκειται να πληρωθεί από τον αποδέκτη συναλλαγματικής.

[λόγ. προβλέπ(ω) -σις > -ση, μτφρδ.: 1, 2α: γαλλ. prévision· 2β: γαλλ. provision]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες