Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτότυπος
1 εγγραφή
πρωτότυπος -η -ο [protótipos] Ε5 : 1α. που δημιουργήθηκε χωρίς να βασίζεται σε ορισμένο πρότυπο με συνέπεια να είναι τελείως διαφορετικός: Mία πρωτότυπη ιδέα. Δημιουργεί πρωτότυπο έργο. Δουλεύει με εντελώς πρωτότυπες μεθόδους. H διδακτορική διατριβή είναι πρωτότυπη επιστημονική εργασία. Ένας ~ ζωγραφικός πίνακας. || (γραμμ.) Πρωτότυπη λέξη, από την οποία παράγεται κάποια άλλη. β. (για πρόσ.) που έχει ή χρησιμοποιεί νέες μεθόδους και ιδίως δημιουργεί έργο το οποίο διαφέρει, καινοτομεί και δεν παραπέμπει σε κτ. προηγούμενο: ~ καλλιτέχνης / συγγραφέας / στοχαστής. 2. (ως ουσ.) το πρωτότυπο: α. το έργο με βάση το οποίο έγινε κάποιο άλλο, το οποίο ονομάζεται αντίγραφο: Tο χαμένο πρωτότυπο του αγάλματος είναι γνωστό από ρωμαϊκά αντίγραφα. Έχει ένα πρωτότυπο του Tσαρούχη κρεμασμένο στο σαλόνι. || (για κείμενο): Tο πρωτότυπο του συμβολαίου. Θέλουν το πρωτότυπο του εγγράφου, όχι φωτοτυπημένο αντίγραφο. β. το κείμενο στη γλώσσα που γράφτηκε, σε αντιδιαστολή προς τις μεταφράσεις του: Διαβάζει Όμηρο από το πρωτότυπο, όχι μόνο από μετάφραση.

[λόγ. < ελνστ. πρωτότυπος `αρχικός΄ & σημδ. γαλλ. original (συν. του prototype < υστλατ. prototypus < ελνστ. πρωτότυπος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες