Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωτόδικος -η -ο [protóδikos] Ε5 : που προέρχεται από πρωτοδικείο: Πρωτόδικη απόφαση.
πρωτόδικα & (λόγ.) πρωτοδίκως ΕΠIΡΡ: ~ καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών. [λόγ. πρωτο- + δίκ(η) -ος μτφρδ. γαλλ. en première instance· λόγ. πρωτόδικ(ος) -ως]