Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτόδικος
1 εγγραφή
πρωτόδικος -η -ο [protóδikos] Ε5 : που προέρχεται από πρωτοδικείο: Πρωτόδικη απόφαση. πρωτόδικα & (λόγ.) πρωτοδίκως ΕΠIΡΡ: ~ καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών.

[λόγ. πρωτο- + δίκ(η) -ος μτφρδ. γαλλ. en première instance· λόγ. πρωτόδικ(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες