Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτόγαλα
1 εγγραφή
πρωτόγαλα το [protóγala] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : το πρώτο γάλα, το κιτρινωπό γαλακτώδες υγρό που εκκρίνεται αμέσως μετά τον τοκετό.

[ελνστ. πρωτόγαλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες