Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτο-
1 εγγραφή
πρωτο- [proto] & πρωτό- [protó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & πρωτ- [prot] ή πρωθ- [proθ], σε παλαιότερη σύνθεση πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. (σε σύνθετα ρήματα συνήθ. σε χρόνο αόριστο ή διηγηματικό ενεστώτα) δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει ή υφίσταται για πρώτη φορά αυτό που εκφράζει το ρήμα που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~απλώνω, ~αρχίζω, ~βάζω, ~βλέπω, ~δημοσιεύω, ~εμφανίζομαι, ~λέω, ~πηγαίνω. || με διαφορά στη σημασία και στη δομή της πρότασης, όταν χρειάζεται να δηλωθεί με έμφαση ότι το υποκείμενο του ρήματος είναι αυτό που έκανε για πρώτη φορά σε σχέση με άλλους αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~φόρεσε ψηλά τακούνια, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, φόρεσε για πρώτη φορά… Aυτή ~φόρεσε ψηλά τακούνια από την παρέα μας, είναι η πρώτη από την παρέα μας που φόρεσε… 2. (συνήθ. σε σύνθετα επίθετα σε -τος) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο παθαίνει, υφίσταται για πρώτη φορά αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: πρωτάκουστος, πρωτόβγαλτος, ~φανέρωτος, ~τάξιδος. 3α. χαρακτηρίζει το πρόσωπο που κατέχει ιεραρχικά την πρώτη θέση ή τάξη μεταξύ πολλών ομοίων: πρωτεπιστάτης, ~καπετάνιος, ~μάγειρας, ~μάστορας, ~παλίκαρο. || πρωθυπουργός. β. επιτατικά, για το πρόσωπο που κατεξοχήν συγκεντρώνει τα στοιχεία που συνεπάγεται το β' συνθετικό: πρωταίτιος· ~κλέφτης, ~νοικοκύρης, ~ψεύτης, αρχικλέφτης κτλ. 4. σε μια κλιμάκωση εκφράζει την πρώτη, την πιο χαμηλή βαθμίδα σε αντιδιαστολή με σύνθετα με το α' συνθετικό δευτερο-, τριτο- κτλ.: ~βάθμιος, ~ετής. 5. δηλώνει: α. την πρώτη εμφάνιση αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~βρόχι, πρωτόγαλα. β. στα χρονικά ουσιαστικά: πρωταπριλιά, ~μαγιά, ~μηνιά, ~χρονιά, για να δηλώσει την πρώτη ημέ ρα του συγκεκριμένου μήνα ή χρόνου που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. αρχι-). 6. (επιστ.) δηλώνει: α. (ιστ.) σε σύνθετα επίθετα, ότι το προσδιοριζόμενο ανήκει, εντάσσεται στο πρώτο στάδιο της χρονικής περιόδου που εκφράζει το β' συνθετικό. ANT υστερο-: ~ελλαδικός, ~κορινθιακός, ~μινωικός, ~νεολιθικός. β. (ζωολ., βιολ.) κατηγορία ή οικογένεια η οποία αποτελεί την πρώτη ατελέστερη μορφή αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: πρωτόζωα.

[1-3, 5: αρχ. πρωτ(ο)- θ. του τακτ. αριθμτ. πρῶτο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. πρωτό-γονος `πρωτότοκος΄, ελνστ. πρωτ-αγωνιστής, πρωτ-αίτιος, πρωτο-στατῶ, (δωρ. διάλ.) πρατο-μηνία (πρατο- = πρωτο-)· 4: λόγ. < αρχ. πρωτο-· 6: λόγ. < διεθ. proto- < αρχ. πρωτο-: πρωτο-δωρικός < γαλλ. protodorique, πρωτό-ζωα < νλατ. protozoa· λόγ. < αρχ. πρωθ- < αρχ. πρωτ(ο)- πριν από το σύμφω. [h] (δες δασεία): αρχ. πρωθ-ήβης `που βρίσκεται στην αρχή της νιότης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες