Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοφόρετος
1 εγγραφή
πρωτοφόρετος -η -ο [protofóretos] Ε5 : που τον φόρεσαν για πρώτη φορά: Πρωτοφόρετο ρούχο / παπούτσι. Tο νυφικό είναι πρωτοφόρετο, δεν το φόρεσε άλλη.

[πρωτο- + φορε- (φορώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες