Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοφανής
1 εγγραφή
πρωτοφανής -ής -ές [protofanís] Ε10 : που είναι πολύ ασυνήθιστος, έτσι ώστε να θεωρείται ότι γίνεται, υπάρχει για πρώτη φορά, ότι δε συνέβη άλλοτε: Ένα πρωτοφανές θέαμα. α. πολύ μεγάλος, αξιοπρόσεκτος: ~ δραστηριότητα / επιτυχία / θρασύτητα. Πολέμησαν με πρωτοφανή ηρωισμό. β. παράδοξος, παράλογος, που προκαλεί κατάπληξη: Mια ~ ενέργεια / απαίτηση / δικαιολογία. Yποστηρίζει μια πρωτοφανή άποψη για τις σχέσεις των δύο φύλων. Είναι πρωτοφανές να έρχονται και να ζητάνε τέτοια πράγματα.

[λόγ. < ελνστ. πρωτοφανής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες