Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοτυπώ
1 εγγραφή
πρωτοτυπώ [prototipó] Ρ10.9α : δημιουργώ κτ. καινούριο χωρίς να βασίζομαι σε ορισμένο πρότυπο, χρησιμοποιώ νέες μεθόδους και ιδίως δημιουργώ έργο το οποίο ξεχωρίζει: Πρωτοτύπησε διαφημίζοντας στο ίντερνετ τα προϊόντα του.

[λόγ. < ελνστ. πρωτοτυπῶ (για λέξη που δεν αναλύεται), κατά τη σημ. του πρωτότυπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες