Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωτοπόρος -α / -ος -ο [protopóros] Ε14 : 1α. που βρίσκεται μπροστά σε μια πορεία προς κάποια κατεύθυνση: Tα πρωτοπόρα τμήματα του στρατού μας μπήκαν στη Θεσσαλονίκη. β. που διακρίνεται, που προηγεί ται χάρη σε διαρκείς διακρίσεις, επιτυχίες: Tο σχολείο μας, πρωτοπόρο στο μπάσκετ, νίκησε και στο βόλεϊ. 2. που χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή νέων ιδεών, γνώσεων, τεχνικών κτλ. (στον πνευματικό, κοινωνικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό κτλ. χώρο), οι οποίες χρησιμεύουν ως πρότυπο για άλλους: Πρωτοπόρα επιστήμη / τεχνολογία. || (ως ουσ., για πρόσ.): Οι πρωτοπόροι της επιστήμης / της διανόησης.
[λόγ. < ελνστ. πρωτοπόρος `πρωτοτάξιδος΄ κατά τη σημ. της λ. πρωτοπορία σημδ. γαλλ. pionnier]