Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοξαδέρφι
1 εγγραφή
πρωτοξαδέρφι το [protoksaδérfi] Ο44 : (οικ.) ο πρώτος εξάδελφος ή η πρώτη εξαδέλφη κάποιου.

[πρωτο- + ξαδέρφι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες