Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτονοτάριος
1 εγγραφή
πρωτονοτάριος ο [protonotários] Ο19 : ονομασία αξιωματούχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

[λόγ. < μσν. πρωτονοτάριος < πρωτο- + νοτάριος `γραμματέας΄ < λατ. notari(us) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες