Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτομαθαίνω
1 εγγραφή
πρωτομαθαίνω [protomaθéno] -ομαι Ρ αόρ. πρωτοέμαθα και πρωτόμαθα, απαρέμφ. πρωτομάθει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : α. μαθαίνω κτ. για πρώτη φορά: Aπό το βιβλίο αυτό πρωτοέμαθε να διαβάζει. || μαθαίνω κτ. πρώτα απ΄ όλα τα άλλα, στην έκφραση τι να πρωτομάθει (κανείς), τι να μάθει πρώτα, συνήθ. για να δηλώσουμε πόσο πολλά είναι τα πράγμα τα που πρέπει να μάθουμε: Tι να πρωτομάθουν τα παιδιά στο σχολείο; β. μαθαίνω κτ. εγώ πρώτος: Ποιος πρωτοέμαθε τα νέα;

[πρωτο- + μαθαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες