Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτομάστορης
1 εγγραφή
πρωτομάστορης ο [protomástoris] Ο12 : (λαϊκότρ.) ο πρωτομάστορας1.

[< πρωτομάστορας μεταπλ. κατά το μάστορας > μάστορης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες