Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτομάστορας
1 εγγραφή
πρωτομάστορας ο [protomástoras] Ο5 προφ. πληθ. και πρωτομαστόροι : 1. ο επικεφαλής μιας ομάδας τεχνιτών και ιδίως χτιστών: Tο τραγούδι λέει ότι έθαψαν στα θεμέλια του γεφυριού τη γυναίκα του πρωτομάστορα. 2. πρωτεργάτης.

[μσν. πρωτομάστορας < πρωτο- + μάστορας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες