Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτομάθητος
1 εγγραφή
πρωτομάθητος -η -ο [protomáθitos] Ε5 : (λογοτ., για πρόσ.) που είναι αρχάριος ή άπειρος σε κτ.· πρωτόμαθος.

[πρωτο- + -μάθητος κατά το αμάθητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες