Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωτογονισμός ο [protoγonizmós] Ο17 : η ιδιότητα του πρωτόγονου, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός. α. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας εντελώς ακαλλιέργητος άνθρωπος. β. η κατάσταση που επικρατεί σε ένα χώρο, όπου λείπουν οι στοιχειώδεις ανέσεις του πολιτισμού.
[λόγ. πρωτόγον(ος) -ισμός απόδ. αγγλ. primitiveness]



