Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτογλώσσα
1 εγγραφή
πρωτογλώσσα η [protoγlósa] Ο25 : (γλωσσ.) η αρχική γλώσσα από την οποία προέρχεται εξελικτικά μια ομάδα άλλων γλωσσών· συχνά δε μαρτυρείται η ίδια αλλά τα χαρακτηριστικά της αποκαθίστανται από τις νεότερες μαρτυρημένες γλώσσες με βάση τις μεθόδους της ιστορικής γλωσσολογίας.

[λόγ. πρωτο- + γλώσσα1II μτφρδ. αγγλ. protolanguage (proto- = πρωτο-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες