Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτογένεια
1 εγγραφή
πρωτογένεια η [protojénia] Ο27 : (λόγ.) η ιδιότητα του πρωτογενούς3.

[λόγ. < ελνστ. πρωτογένεια μτφρδ. (ελνστ.) λατ. primigenia]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες