Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτινός
1 εγγραφή
πρωτινός -ή -ό [protinós] Ε1 : (λαϊκότρ., λογοτ.) α. που είναι παλαιός ή που αναφέρεται σε παλαιά, περασμένη εποχή. β. (ως ουσ.) β1. οι πρωτινοί, οι παλαιοί, οι αρχαίοι. β2. τα πρωτινά, τα περασμένα: Nα θυμηθούμε τα πρωτινά μας.

[μσν. πρωτινός < πρώτ(ος) -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες