Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτεϊνικός
1 εγγραφή
πρωτεϊνικός -ή -ό [proteinikós] Ε1 : (βιολ.) που ανήκει ή αναφέρεται στις πρωτεΐνες ή που έχει σχέση με αυτές: Πρωτεϊνική αλυσίδα. Πρωτεϊνικό μόριο.

[λόγ. πρωτεΐν(η) -ικός μτφρδ. γαλλ. protéique < proté(ine) = πρωτεΐν(η) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες