Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτεϊκός
1 εγγραφή
πρωτεϊκός -ή -ό [proteikós] Ε1 : για να χαρακτηρίσουμε κπ. ή κτ. που αλλάζει συνεχώς μορφές, όπως ο μυθολογικός Πρωτέας: H πολύμορφη, πρωτεϊκή φύση του ανθρώπου. πρωτεϊκά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. protéique < αρχ. Πρωτε(ύς) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες