Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτάκουστος
1 εγγραφή
πρωτάκουστος -η -ο [protákustos] Ε5 : 1. για να χαρακτηρίσουμε αρνητικά και με ιδιαίτερη έμφαση κτ. που ξεπερνάει κάθε προηγούμενη και ανάλογη εμπειρία: Ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να δικαιολογηθεί είναι ~. || πρωτοφανής: Πρωτάκουστη θρασύτητα. Πρωτάκουστο περιστατικό. Είναι πρωτάκουστο αυτό που συνέβη. 2. (σπάν.) για κτ. μοναδι κό, που ακούγεται για πρώτη φορά: Hχούσε μια πρωτάκουστη μελωδία.

[λόγ. πρωτ(ο)- + ακουσ- (ακούω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες