Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωιμάδι
1 εγγραφή
πρωιμάδι το [proimáδi] Ο44α : (λαϊκότρ.) πρώιμος καρπός.

[πρώιμ(ος) -άδι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες