Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωθιεράρχης ο [proθierárxis] Ο10 : (εκκλ.) γενική ονομασία για τον πρώτο ιεραρχικά, μεταξύ των ιεραρχών μιας αυτοκέφαλης εκκλησίας. || αρχιεπίσκοπος.
[λόγ. πρωθ- (δες πρωτο-) + ιεράρχης]