Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωθιέρεια η [proθiéria] Ο27 : η πρώτη ιεραρχικά μεταξύ των ιερειών: H ~ κατά την τελετή αφής της ολυμπιακής φλόγας στην Ολυμπία.
[λόγ. πρωθ- (δες πρωτο-) + ιέρεια κατά το πρωθιερεύς]