Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωία
1 εγγραφή
πρωία η [prοía] Ο25α : (λόγ.) πρωί, πρωινό, κυρίως στις εκφράσεις μία(ν) ωραία(ν) πρωία(ν), όταν αναφερόμαστε σε γεγονός που μας αιφνιδίασε συνήθ. δυσάρεστα, κάποια μέρα που δεν την προσδιορίζουμε ακριβώς: Kαι μία ωραία ~ μαθαίνω ότι ο δήθεν έμπορος ήταν απατεώνας. μέχρι πρωίας, για κτ. που παρατείνεται έως τις πρωινές ώρες: Διασκέδασαν μέχρι πρωίας.

[λόγ. < ελνστ. πρωΐα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες