Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρυμναίος
1 εγγραφή
πρυμναίος -α -ο [primnéos] Ε4 : (λόγ.) πρυμνήσιος. ANT πρωραίος: Πρυμναία γέφυρα.

[λόγ. < ελνστ. πρυμναῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες