Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προωστικός
1 εγγραφή
προωστικός -ή -ό [proostikós] Ε1 : (τεχν.) για όργανο με το οποίο επιτυγ χάνεται η πρόωση· προωστήριος: ~ τροχός.

[λόγ. < ελνστ. προωστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες