Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προωστήριος
1 εγγραφή
προωστήριος -α -ο [proostírios] Ε6 : (τεχν.) για όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η πρόωση· προωστικός: ~ έλικας.

[λόγ. προωστηρ- (δες προωστήρας) -ιος απόδ. γαλλ. propulsif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες