Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προωστήριος -α -ο [proostírios] Ε6 : (τεχν.) για όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η πρόωση· προωστικός: ~ έλικας.
[λόγ. προωστηρ- (δες προωστήρας) -ιος απόδ. γαλλ. propulsif]